- ύσπληγξ
- -ηγγος, ἡ και σπάν. ὁ, ΜΑ, και δωρ. τ. ὕσπλαγξ, -αγγος και -ακος, και ὕσπληξ, -ηγος, Αχοιροστάσιοαρχ.1. οριζόντια τεντωμένο σχοινί στην αρχή τού σταδίου, το οποίο έπεφτε κατά την εκκίνηση τών αθλητών2. όριο3. σχοινί άγκυρας4. συνεκδ. άγκυρα5. παγίδα για πουλιά6. ρόπτρο παγίδας7. κεράτινος κρίκος8. ὑσπλήγγιον*9. πιθ. είσοδος ταφικού κτίσματος10. (κατά τον Ησύχ.) «πάσσαλος».[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, πρόκειται για λ. τού προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος η οποία δέχθηκε την παρετυμολογική επίδραση τού ρ. πλήσσω. Κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, η λ. είναι σύνθ., τής οποίας το α' συνθετικό ανάγεται στον ΙΕ τ. *ūd «προς τα πάνω» (βλ. λ. ύστερος, ὑ), ενώ το β' συνθετικό -πληξ στο ρ. πλήσσω (πρβλ. κυματο-πλήξ)].
Dictionary of Greek. 2013.